xrysopoulos 2020n

ΡΟΗ 24/7:

82 χρόνια από τον μεγάλο σεισμό της Ιερισσού

ierissos seismos

26 Σεπτεμβρίου 1932 ο μεγάλος σεισμός της Ιερισσού

 

 

Σαν σήμερα, πριν 82 χρόνια, καταστράφηκε από σεισμό 7,1 Ρίχτερ η όμορφη καστροπολιτεία της Ιερισσούi.

Με αφορμή την θλιβερή αυτή επέτειο η ομάδα του «Κυττάρου Ιερισσού» παραθέτει την προσωπική εμπειρία του Ιερισσιώτη Αλκιβιάδη Κούμαρου, αυτόπτη μάρτυρα της καταστροφής.
Κείμενο: Αλκιβιάδης Κούμαρος

Επιμέλεια κειμένου: Σούλα Μουλασιώτη, Σχόλια: Χρήστος Καραστέργιος

«26 Σεπτεμβρίου 1932.

Αυτές τις μέρες γινόταν βουλευτικές εκλογές .Το Λαϊκό Κόμμα με τον Τσαλδάρη και το Φιλελεύθερο με τον Βενιζέλο. Ο Βασίλης Βασιλικός ήταν Βουλευτής του Λαϊκού Κόμματος στη Χαλκιδική. Χάρη στο επίθετο του έβγαινε πάντα Βουλευτής. Όλοι οι βασιλικοί τον ψήφιζαν γιατί αυτός ήταν βασιλικός. Εάν και είχαμε Δημοκρατία όταν γινόταν αυτός Βουλευτής, μαζευόταν όλοι οι βασιλικοί πίναν και χόρευαν και τραγουδούσαν «Του αητού ο γιος» και φώναζαν «Ζήτω ο Βασιλιάς».

Εκείνη τη βραδιά πολλοί άνδρες του χωριού μαζεύτηκαν στην αγορά να μάθουν τα αποτελέσματα. Δεν υπήρχαν τηλέφωνα, μόνο του Ταχυδρομείο και της Αστυνομίας, από αυτούς θα ερχόταν τα νέα. Όταν νικούσε ο Τσαλδάρης θ’ άρχιζαν το γλέντι. Ο πατέρας μου ήταν και αυτός στην αγορά μαζί με τους άλλους.

Μόλις άρχιζε να σουρουπώνει η μάνα μου έστρωσε στο πάτωμα ένα τραπεζομάντηλο, μια τάβλα, έκοψε ψωμί, έβαλε και φαγητό και καθίσαμε όλα τα παιδιά, εγώ, 3 κορίτσια και αυτή με τον μικρό αδερφό μας. Μετά το φαγητό, μας έστρωσε για ύπνο. Εγώ κοιμόμουνα πάνω σε ένα ξύλινο κρεβάτι, τα κορίτσια στη σειρά στο πάτωμα. Η μάνα μου όταν τελείωσε ο τρύγος διάλεξε ένα πανέρι σταφύλια για να τρώμε και το πανέρι το έβαζε κάτω από το κρεβάτι μου. Μόλις κοιμήθηκαν όλοι εγώ γλίστρησα από το κρεβάτι μου και στριμώχθηκα δίπλα στην αδερφή μου και έπαιρνα σταφύλια από το πανέρι και έτρωγα. Εκεί με πήρε ο ύπνος…
Δε ξέρω πόσο κοιμήθηκα ,όταν κάποιες φωνές με ξύπνησαν, ένοιωσα το πάτωμα να κουνιέται και τον πατέρα μου να φωνάζει «Βοήθεια». Τρόμαξα…

Το πάτωμα κουνιόταν συνέχεια, έκαμα να σηκωθώ και το κεφάλι μου χτύπησε σε κάτι σκληρό. Εκείνη τη στιγμή μου φάνηκε ότι το σπίτι μας γκρεμίστηκε, μόνον το δικό μας. Σκοτάδι παντού. Άρχισα έρποντας να πηγαίνω προς τη φωνή. Οι αδερφές μου ακόμα κοιμόταν. Πέρασα από πάνω τους και πήγα κοντά στον πατέρα μου. Κρατούσε στην αγκαλιά του τον μικρό αδερφό μου, δίπλα ήταν η μάνα μας και αυτός φώναζε βοήθεια. Εκεί που στεκόταν ήταν το παράθυρο και δίπλα η πόρτα. Κοίταξα κατά κει, δεν υπήρχε τίποτα. Ο τοίχος ήταν γκρεμισμένος, κοίταξα προς τα έξω παντού σκοτάδι. Αντίκρισα το δρόμο, ήταν γεμάτος από πέτρες κεραμίδια και ξύλα, όλα τα σπίτια της γειτονιάς ήταν ένας σωρός από πέτρες. Ένας νέος από τη γειτονιά ήρθε κοντά μας και πήρε τον αδερφό μου και τον έβαλε πάνω στις πέτρες.

«Μπάρμπα Κώστα έγινε μεγάλος σεισμός, το χωριό δεν υπάρχει».

Ο νέος έφυγε. Παντού φωνές και κλάματα. Δρασκέλισα τον τοίχο και βρέθηκα πάνω στα ερείπια. Τα κορίτσια ξύπνησαν και τα έφερνε ο πατέρας μου. Τα έπαιρνα ένα- ένα και τα πήγαινα εκεί που ήταν ο μικρός. Μετά κατέβηκε η μάνα μου. Μια φωνή άκουσα μέσα από το σπίτι.«Η γιαγιά, πήγαινε φέρε τη γιαγιά».
Σε λίγο βρεθήκαμε όλοι μαζί να καθόμαστε πάνω στα ερείπια. Η δόνηση δε σταματούσε. Ήταν τόσος ο φόβος που δεν τολμούσαμε να μπούμε μέσα στο ερείπιο να πάρουμε ένα σκέπασμα ή μια κουβέρτα να τυλιχτούμε για να μην κρυώνουμε. Μια φωνή ακούστηκε. «Ελάτε όλοι εδώ, απόψε χανόμαστε».

Σηκωθήκαμε και πήγαμε. Εκεί στη μικρή πλατεία στις Γούβες, έτσι την ονόμαζαν. Εδώ οι κοπέλες της γειτονιάς χόρευαν τις γιορτές. Απόψε δεν άκουγες τραγούδια, μόνον κλάματα. Όλοι οι γειτόνοι ήταν μαζεμένοι εδώ. Δε μπορώ να περιγράψω τον πόνο που ένοιωθε ο καθένας. Ένας φώναζε να φύγουμε από δω. Εάν πέσουν αυτοί οι τοίχοι που στέκονται ακόμα όρθιοι θα μας σκοτώσουν. Σηκωθήκαμε όλοι, ένας πίσω από τον άλλο βαδίζαμε πάνω στα ερείπια γεμάτα παγίδες, κανείς δε μιλούσε και φτάσαμε στην πλατεία του σχολείου.

Εκεί ήταν πολλοί μαζεμένοι, φοβισμένοι, τρομαγμένοι. Η γη κουνιόταν συνέχεια. Κάποιος φώναζε να φύγουμε και να πάμε στο αλώνι του Σωτηράκη. «Εδώ μπορεί να έρθει η θάλασσα και να μας πνίξει». Όλοι αρχίσαμε να βαδίζουμε για να ανεβούμε στο λόφο που ήταν το αλώνι. Εκεί βρήκαμε και άλλους. Καθίσαμε ένας δίπλα στον άλλον και κλαίγαμε τη μοίρα μας.

Δίπλα άκουγα κλάματα. Μια γυναίκα φώναζε τη Σωτηρούλα της που ήταν κάτω από τα ερείπια. Άλλη μια γυναίκα πονούσε και φώναζε εάν υπάρχει καμιά μαμή. Πήγε η γιαγιά μου, ήταν μαμή. Μετά από λίγο ήρθε και μας είπε ότι γεννήθηκε ένα κοριτσάκι.

Μια τρομερή δόνηση και ακούστηκε ένα γκρέμισμα. Γκρεμίστηκε το σχολείοxi και ότι άλλο ήταν όρθιο μέσα στο χωριό. Ως το πρωί οι δονήσεις δε σταμάτησαν. Ζαρωμένοι και παγωμένοι, ένας δίπλα στον άλλο περιμέναμε να ξημερώσει.
Όταν ύστερα από πολλές ώρες ήρθε το φως και άρχισε να βγαίνει ο ήλιος αντικρίσαμε ένα φοβερό θέαμα. Αυτή η γραφική Ιερισσός, με τόσες ιστορίες, με τις όμορφες γειτονιές και τα στενά σοκάκια με την εκκλησία πάνω στο κάστρο, με το καμπαναριό της, τις 7 καμπάνες που όταν σήμαιναν ακουγόταν μακριά και ξυπνούσαν τους χωριανούς να πάνε στην εκκλησιά, όλα αυτά δεν υπήρχαν.

Υπήρχε μόνο ένας σορός από ερείπια. Μόνο λίγα σπίτια ήταν όρθια, αυτά ήταν ξηλόπηχτα και άντεξαν το σεισμό.

Σιγά-σιγά όλοι άρχισαν να συνέρχονται και πήραν το δρόμο για τα ερείπια. Ο πατέρας μου έφυγε μαζί με άλλους να βγάλουν τη θεία μου που ήταν κάτω από τα ερείπια. Όταν τη φέραν εκεί στο αλώνι ήταν αναίσθητη. Το ένα της πόδι ήταν σπασμένο σε άσχημη κατάσταση. Έχασε πολύ αίμα και όταν την πήγαιναν μαζί με άλλους με ένα πολεμικό καράβιxii πέθανε στο δρόμο.

Όταν κατέβηκα στην πλατεία αντίκρισα ένα φοβερό θέαμα. Κουβαλούσαν τους νεκρούς στο νεκροταφείο, πάνω σε κουρελούδες χωρίς παπάδες και ξεφτέρια. Ένας βάδιζε μπροστά με έναν καζμά και φτυάρι, τέσσερις κουβαλούσαν τον νεκρό και άλλοι κλαίγαν. Είδα ένα δυστυχισμένο πατέρα να έχει το σκοτωμένο παιδί του στη αγκαλιά του και να βαδίζει σκυφτός προς το νεκροταφείο.
Η 27η Σεπτέμβρη ήταν η πιο δύσκολη μέρα γεμάτη πόνο, απελπισία και κλάμα.

Εκεί που γυρνούσα είδα τον δάσκαλο μου τον Νικόλαο Πέτρου σε άσχημη κατάσταση, ξυπόλητος, μόνον με τη φανέλα, τα μαλλιά του ακατάστατα και να φωνάζει τον γιο του τον Κώστα. Ήρθε κοντά μου, με αγκάλιασε και με ρωτούσε εάν είδα τον μοναχογιό του τον Κώστα. «Εψές παίζαμε μαζί εκεί στις Γούβες. Εγώ έφυγα νωρίς, αυτός έμεινε εκεί με άλλα παιδιά». Την άλλη μέρα έμαθα ότι ο φίλος μου σκοτώθηκε. Έτρεξε να πάει στο σπίτι του και τον σκότωσε ένας τοίχος. Ήταν 11 χρονών. Ο πατέρας μου με βρήκε να γυρνάω άσκοπα. Ύστερα από αυτήν την κατάσταση που είδα τον δάσκαλο δεν έφυγαν τα δάκρυα από τα μάτια μου.
Μας πήρε να πάμε πάνω στο γκρεμισμένο σπίτι μας να πάρουμε καμιά κουβέρτα και τρόφιμα εάν βρούμε. Περπατήσαμε πάνω στα χαλάσματα. Όταν φτάσαμε εκεί στο γκρεμισμένο σπίτι κοιτούσαμε με απορία. Πως γλυτώσαμε από εδώ μέσα. Όταν έγινε ο σεισμός, οι τρεις πλευρές φύγαν προς τα έξω, ο μεσαίος τοίχος που χώριζε τα δύο δωμάτια ήταν όρθιος αυτός, ο ξυλόπιχτος τοίχος κράτησε τη μια πλευρά της οροφής, η άλλη που ακουμπούσε πάνω στον πέτρινο τοίχο έπεσε και σταμάτησε πάνω στο κρεβάτι μου και η άκρη του διέλυσε το μαξιλάρι μου. Η επιθυμία μου να φάω τη νύχτα ένα σταφύλι και να φύγω από το κρεβάτι μου μου έσωσε τη ζωή. Μεταξύ οροφής και πατώματος σχηματίστηκε ένα κενό. Εκεί δεν έπεσε τίποτα και βγήκαμε όλοι ζωντανοί. Ο πατέρας από εκεί μέσα έβγαλε το σκέπασμα και την κουβέρτα, βρήκε κανά δυο ψωμιά και ετοιμαστήκαμε να φύγουμε. Τότε του έδειξα το μαξιλάρι μου εκεί που είχα το κεφάλι μου, ήταν σκισμένο. Μου είπε, πως γλύτωσες. Του είπα την αμαρτία μου, ότι έφυγα από το κρεβάτι μου και πήγα δίπλα στην αδερφή μου για να φάω σταφύλια κρυφά από τους άλλους και εκεί με πήρε ο ύπνος. «Αυτή η αμαρτία σου ήταν το τυχερό σου να μην σκοτωθείς». Πήραμε τα πράματα και φύγαμε.

Οι δονήσεις δεν σταματούσανxiv. Δεν σταμάτησε ο πόνος και το κλάμα, όλη μέρα βγάζουν από τα ερείπια νεκρούς και τραυματίες. Όταν φτάσαμε κοντά στους δικούς μας αφήσαμε τα πράγματα και ο πατέρας μου πήγε στη βάρκα μας να πάρει μια στάμνα να φέρει νερό. Του Τσιμνού το πηγάδι ήταν σκεπασμένο, έπεσε η σκεπή του και σκότωσε μια γυναίκα που πήγε να πάρει νερό. Μονάχα στου Μαρίνου το πηγάδι ήταν το νερό καλό. Όλα τα άλλα έγιναν γλυφά αρμυρά και όλα στέρεψαν. Βρήκε κάποιο και μας έφερε νερό. Όλη μέρα βρισκόμασταν σε απελπιστική κατάσταση. Όταν νύχτωσε στρώσαμε μια κουβέρτα και ξαπλώσαμε εκεί στο χώμα χωρίς προσκέφαλο. Ύστερα από τόση κούραση όλοι κοιμηθήκαμε. Όλη νύχτα η γης δεν σταμάτησε το κούνημα.

Το πρωί όταν ξύπνησα και κατέβηκα στη θάλασσα δεν πίστευα σ’ αυτό που είδα. Δύο καράβια πολεμικά με αγγλικές σημαίες ήταν φουνταρισμένα μπροστά μας. Μια βενζινάκατος άραξε με κάτι αξιωματικούς και ζήτησαν τον πρόεδροxv. Είπαν στους προύχοντες ότι ο Ναύαρχος από το «Βασίλισσα Ελισάβετ» τους έστειλε εδώ να μας δώσουν τις πρώτες βοήθειες. Βγάλαν μια δεξαμενή από καραβόπανο, την στήσαν πάνω στην άμμο και μια υδροφόρα τη γέμισε νερό. Στήσανε ένα μεγάλο πάγκο και βάλαν πάνω κουραμάνες.

Άλλη μια βάρκα έβγαλε 20 με 30 πεζοναύτες με καζμάδες φτυάρια και τσεκούρια. Αυτοί μπήκαν στη σειρά και πήγαν για τα ερείπια. Αυτοί άρχισαν μια δύσκολη δουλειά, άρχισαν να ξεθάβουν μέσα από τα χαλάσματα νεκρούς και τραυματίες. Δυο μέρες κάμαν την ίδια δουλειά. Όταν γυρνούσανε το απόγευμα μερικοί ήταν μεθυσμένοι, βρίσκαν βαρέλια γεμάτα κρασί και πίναν όσο θέλαν.

Τον τελευταίο νεκρό που βγάλαν ήταν μια γυναίκα, εκεί στις Γούβες, Είχε αγκαλιά το παιδί της 5 χρονών, ήταν ετοιμόγεννη. Ο άνδρας της πήγε για μαμή. Σκοτώθηκε ο πατέρας του, παπάς, η γυναίκα του, τα δυο του παιδιά, ο ένας ήταν 11 χρονών και έμεινε μόνος. Όταν ξέθαψαν τη γυναίκα άνοιξαν ένα λάκκο και την βάλαν μαζί με το παιδί της. Εκεί μέσα ήταν 3 μέρες θαμμένη και δε μπορούσαν να τη μεταφέρουν στο νεκροταφείο.

Το άλλο κλιμάκιο άρχισε να μας μοιρνάει νερό, ψωμί, ζάχαρη και τσάι. Αυτοί οι άνθρωποι κάμαν ότι μπορούσαν για να μας βοηθήσουν σ’ αυτές τις δύσκολες μέρες.

Μείναν κοντά μας μία βδομάδα. Σ’ αυτές τις μέρες μας δώσαν κουράγιο μέσα στην απελπισία μας. Σ’ αυτούς χρωστάμε πολλά αλλά δυστυχώς τους ξεχάσαμε.

επιστροφή στην κορυφή
WATERCURE2