Logo
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Άγχος και κατάθλιψη "θερίζουν" τους έφηβους στην Ελλάδα

teen depression cchn 666x399

Προβληματίζουν τα ευρήματα επιδημιολογικών μελετών

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας η οποία είναι στις 10 Οκτωβρίου, το ΕΠΙΨΥ δημοσιοποιεί σχετικά αποτελέσματα που προέρχονται από τις πανελλήνιες επιδημιολογικές έρευνες στο μαθητικό πληθυσμό που διεξάγει για περισσότερες από τρεις δεκαετίες.

Η εφηβεία αποτελεί μια ευαίσθητη μεταβατική περίοδο στη ζωή που χαρακτηρίζεται από υψηλό κίνδυνο εμφάνισης ψυχολογικών προβλημάτων τα οποία δεν θα πρέπει να διαφεύγουν της προσοχής γονιών και εκπαιδευτικών προκειμένου να προληφθεί έγκαιρα η εξέλιξή τους σε ψυχικές διαταραχές. Θα πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί ότι η καλή ψυχοκοινωνική υγεία των εφήβων δεν προκύπτει μόνον από την απουσία ασθενειών και συμπτωμάτων αλλά κυρίως από την παρουσία παραγόντων που ενισχύουν το «καλώς έχειν» και την ευεξία των εφήβων

Η «Πανελλήνια έρευνα για τις συμπεριφορές που συνδέονται με την υγεία των έφηβων-μαθητών» (Έρευνα HBSC/WHO) του ΕΠΙΨΥ γίνεται κάθε 3 χρόνια από το 1998 και η τελευταία που έγινε το 2018 συμπεριέλαβε εφήβους ηλικίας 11, 13 και 15 σε όλη τη χώρα.

Από τις απαντήσεις των μαθητών προκύπτει πως περισσότεροι από δύο στους 5 εφήβους (43,2%) δεν είναι ικανοποιημένοι από τη ζωή τους, τα κορίτσια σε υψηλότερο ποσοστό από τα αγόρια (48,0% και 38,4%, αντίστοιχα). Η χαμηλή ικανοποίηση από τη ζωή αυξάνεται στη διάρκεια της εφηβείας από 23,6% στην ηλικία των 11 ετών, σε 49,9% στην ηλικία των 13 και 55,0% στην ηλικία των 15 ετών. Διαχρονικές συγκρίσεις με τα αντίστοιχα ευρήματα προηγούμενων ερευνών δείχνουν αύξηση του ποσοστού χαμηλής ικανοποίησης από τη ζωή από το 2002 στο 2018 (από 30,3% σε 43,2%).

Ένας στους 12 εφήβους (8,1%) αξιολογεί την υγεία του ως «μέτρια» ή «κακή», με τα κορίτσια και πάλι να είναι σε δυσμενέστερη θέση (9,5% έναντι 6,7% των αγοριών). Όπως και για την ικανοποίηση από τη ζωή έτσι και για την αξιολόγηση της υγείας, οι αναφορές για μέτρια/κακή υγεία αυξάνονται με την ηλικία από τα 11 (5,1%) και 13 (7,5%) στα 15 έτη (11,5%).

Η ικανοποίηση από τη ζωή και την υγεία φαίνεται να συνδέονται με την οικονομική κατάσταση της οικογένειας των εφήβων. Έτσι, περισσότεροι από τους μισούς εφήβους (51,7%) των οποίων η οικογένειά ανήκει στο κατώτερο οικονομικό στρώμα αναφέρουν χαμηλή ικανοποίηση από τη ζωή, έναντι των δύο στους 5 (43,3%) των οποίων η οικογένεια ανήκει στο μεσαίο οικονομικό στρώμα και ενός στους 3 (37,5%) των οποίων η οικογένεια ανήκει στο ανώτερο. Αντίστοιχα, ένας στους 9 εφήβους (10,6%) των οποίων η οικογένειά ανήκει στο κατώτερο οικονομικό στρώμα αξιολογεί την υγεία του ως «κακή» ή «μέτρια», έναντι ενός στους 13 (7,9%) όσων η οικογένειά ανήκει στο μεσαίο οικονομικό στρώμα και ενός στους 15 (6,8%) των οποίων η οικογένεια ανήκει στο ανώτερο στρώμα.

Η παρουσία συμπτωμάτων στην εφηβεία αποτελεί δείκτη κακής υγείας και ύπαρξης ψυχολογικών συγκρούσεων και στρεσογόνων καταστάσεων και σύμφωνα με πολλές μελέτες φαίνεται να συνδέεται με το χαμηλό επίπεδο ικανοποίησης από το σχολείο και τις σχέσεις με φίλους και γονείς και, ειδικά στα κορίτσια, με την αρνητική εικόνα για την εξωτερική εμφάνιση. Περισσότεροι από δύο στους 5 εφήβους (44,0%) αναφέρουν παρουσία τουλάχιστον 2 συμπτωμάτων, τουλάχιστον 2 φορές την εβδομάδα. Η νευρικότητα (36,6%), η δυσθυμία (36,5%) και η ακεφιά (22,8%) αναφέρονται συχνότερα. Οι αναφορές σε πρόσφατα συμπτώματα αυξάνονται από την ηλικία των 11 (33,0%), σε αυτήν των 13 (47,6%) και 15 ετών (50,6%). Τα κορίτσια αναφέρουν παρουσία συμπτωμάτων σε σημαντικά υψηλότερο ποσοστό (52,5%) συγκριτικά με τα αγόρια (35,4%).

Το καταθλιπτικό συναίσθημα αποτελεί ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της εφηβείας, το οποίο αποχωρεί προοδευτικά με την έξοδο από αυτήν. Ωστόσο, τα καταθλιπτικά συμπτώματα σε αρκετές περιπτώσεις μπορεί να δηλώνουν την παρουσία κατάθλιψης η οποία χρήζει θεραπευτικής αντιμετώπισης. Η έγκαιρη αναγνώριση της κλινικής κατάθλιψης και της έγκαιρης αντιμετώπισής της είναι εξαιρετικά σημαντική.

Στην έρευνα, υπολογίστηκε με τη βοήθεια ειδικής κλίμακας το ποσοστό των εφήβων με καταθλιπτικό συναίσθημα που ενδέχεται να συνδέεται με κλινική κατάθλιψη. Διαπιστώθηκε πως το 28,2% των εφήβων 11-15 ετών εμφανίζουν καταθλιπτικό συναίσθημα το οποίο αυξάνεται από την ηλικία των 11 (15,0%), στην ηλικία των 13 (31,8%) και των 15 ετών (37,1%). Τα κορίτσια και πάλι φαίνεται ότι βρίσκονται σε δυσμενέστερη θέση, με το αντίστοιχο ποσοστό για εκείνα να ανέρχεται στο 36,1% έναντι του 20,2% για τα αγόρια.

Το χρόνιο άγχος φαίνεται ότι έχει ένα ευρύ φάσμα επιπτώσεων τόσο στη σωματική όσο και την ψυχολογική υγεία των εφήβων και συνδέεται με πλήθος χρόνιων νοσημάτων στην ενήλικη ζωή. Υπολογίστηκε η μέση τιμή άγχους στους εφήβους με τη χρήση ειδικής κλίμακας ανίχνευσης (οι έφηβοι ρωτήθηκαν για τη συχνότητα με την οποία τις 30 τελευταίες ημέρες ένιωσαν ότι δεν μπορούν να ελέγξουν/διαχειριστούν σημαντικά πράγματα στη ζωή τους και προσωπικά τους προβλήματα).

Τα ευρήματα για το 2018 δείχνουν πως η μέση τιμή άγχους στην κλίμακα (εύρος τιμών κλίμακας: 0-16, υψηλότερη τιμή υποδεικνύει περισσότερο άγχος) αυξάνεται με την ηλικία–από 4,8 στην ηλικία των 11 ετών σε 6,1 και 6,3 αντίστοιχα στις ηλικίες των 13 και 15 ετών. Υψηλότερες τιμές άγχους εμφανίζουν και πάλι τα κορίτσια σε σύγκριση με τα αγόρια (6,2 και 5,2 αντίστοιχα), καθώς και οι μαθητές από οικογένειες χαμηλού οικονομικού επιπέδου (6,1) σε σύγκριση με τους εφήβους από οικογένειες μέσου (5,8) και ανώτερου (5,4) οικονομικού επιπέδου.

Μέσω ειδικών κλιμάκων υπολογίστηκαν τα σκορ κοινωνικής ενσυναίσθησης (ευαισθησία για άσχημες καταστάσεις γύρω τους, θέληση να προσφέρουν βοήθεια κ.α.) και αυτεπάρκειας (ευκολία έκφρασης άποψης και διατήρησης σχέσεων με άλλους) των εφήβων, με εύρος πιθανών τιμών από 1 (απουσία) έως 5 (υψηλή). Το 2018 η μέση τιμή κοινωνικής ενσυναίσθησης υπολογίστηκε στο 3,9 και αυτεπάρκειας στο 3,6. Ηλικιακά , το μέσο σκορ αυτεπάρκειας αυξάνεται από την ηλικία των 11 (3,5) στις ηλικίες των 13 και 15 ετών (3,6).

Τα τελευταία στοιχεία για το θέμα είναι του 2015 όπου 1 στους 4 εφήβους (25,6%) ηλικίας 16 ετών, είχε απαντήσει ότι έστω και μια φορά στη ζωή του έχει σκεφτεί να βλάψει ηθελημένα τον εαυτό του, τα κορίτσια σε υπερδιπλάσιο ποσοστό από τα αγόρια (36,3% και 14,6%, αντίστοιχα). Διαχρονικά, το ποσοστό των εφήβων που απαντούν ότι έχουν σκεφτεί να βλάψουν ηθελημένα τον εαυτό τους, τουλάχιστον μια φορά στη ζωή τους, μειώνεται σημαντικά από 39,4% σε 25,6%.

Ενώ, 1 στους 11 εφήβους ηλικίας 16 ετών (9,0%), εόχε απαντήσει ότι έστω και μια φορά στη ζωή του έχει κάνει απόπειρα αυτοκτονίας, με τα κορίτσια να είναι σε υπερδιπλάσιο ποσοστό από τα αγόρια (12,4% και 5,5%, αντίστοιχα). Διαχρονικά, το ποσοστό των εφήβων που απαντούν ότι έχουν κάνει απόπειρα αυτοκτονίας τουλάχιστον μια φορά στη ζωή παρουσιάζει διακυμάνσεις: από 6,5% το 1984 αυξάνεται σε 15,1% το 1999 οπόταν και μειώνεται σταδιακά φτάνοντας το 11,0% το 2011 και το 9,0% το 2015.

Από τα ευρήματα διαπιστώνεται ότι τα κορίτσια διαφέρουν από τα αγόρια στους 7 από τους συνολικά 8 δείκτες ψυχοκοινωνικής υγείας που εξετάζει η έρευνα.

Ειδικότερα, τα κορίτσια εμφανίζονται σε δυσμενέστερη κατάσταση ως προς το επίπεδο ικανοποίησής τους από τη ζωή, την υγεία τους, την επαναληπτικότητα των συμπτωμάτων, τη λήψη φαρμάκων για τα συμπτώματα αυτά, τη διάθεσή τους (καταθλιπτικό συναίσθημα) και το άγχος που νιώθουν. Τα κορίτσια επίσης εμφανίζουν υψηλότερη τιμή στην κλίμακα κοινωνικής ενσυναίσθησης. Τα αγόρια, από την άλλη, εμφανίζονται σε δυσμενέστερη θέση (υψηλότερο ποσοστό) μόνο στη λήψη φαρμάκου για την αϋπνία.

Επίσης, οι έφηβοι από χαμηλό οικονομικό επίπεδο φαίνεται να είναι σε δυσμενέστερη θέση (έναντι των ομοτίμων τους από οικογένειες μέσου ή υψηλού οικονομικού επιπέδου) σε τέσσερις από τους συνολικά οκτώ δείκτες ψυχολογικής και σωματικής υγείας που εξετάζει η έρευνα. Οι δείκτες αυτοί είναι η ικανοποίησή τους από τη ζωή (σε υψηλότερο ποσοστό δεν είναι ικανοποιημένοι – 51,7% έναντι 43,3% και 37,5% για τους εφήβους μέσου και υψηλού οικονομικού επιπέδου, αντίστοιχα), η σωματική τους υγεία (σε υψηλότερο ποσοστό αναφέρεται ως «μέτρια» ή «κακή» - 10,6% έναντι 7,9% και 6,8%), το άγχος (υψηλότερη μέση τιμή στη σχετική κλίμακα – 6,1 έναντι 5,8 και 5,4) και η αυτεπάρκεια (χαμηλότερη μέση τιμή – 3,4 έναντι 3,6 και 3,7).

Σύμφωνα με την Άννα Κοκκέβη, ομότιμη καθηγήτρια του πανεπιστημίου Αθηνών, και επιστ. υπεύθυνη του Τομέα Επιδημιολογικών και Ψυχοκοινωνικών Ερευνών του ΕΠΙΨΥ, «Η εφηβεία είναι μια περίοδος που κατά κανόνα χαρακτηρίζεται από καλή υγεία, ψυχική και σωματική, και χαμηλά επίπεδα νοσηρότητας και θνησιμότητας. Ωστόσο, είναι και μία περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας οι έφηβοι εκτίθενται σε πολλαπλές εσωτερικές και εξωτερικές πιέσεις οι οποίες, μολονότι σπάνια παίρνουν τη μορφή κάποιας ψυχικής ασθένειας, εκδηλώνονται συχνά με ποικίλα συμπτώματα, ψυχολογικής ή σωματικής φύσεως».

Από τα ευρήματα της μελέτης όπως λέει, γίνεται σαφές ότι η ενίσχυση της ευαίσθητης αυτής ομάδας πληθυσμού στο οικογενειακό, σχολικό και κοινωνικό πλαίσιο πρέπει να αποτελεί σταθερά προτεραιότητα στην χάραξη πολιτικών δημόσιας υγείας και ιδιαίτερα στο σχεδιασμό έγκαιρων παρεμβάσεων πρόληψης και αντιμετώπισης συμπεριφορών κινδύνου.

με πληροφορίες από naftemporiki.gr

Τελευταία άρθρα από τον/την Halkidiki Focus

Halkidikifocus 2014-2020